ἀκολουθία — ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc/acc dual ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
ἀκολουθίᾳ — ἀκολουθίαι , ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπανού ακολουθία — Παρωδία κατά τον τύπο των εκκλησιαστικών ακολουθιών διάφορων μεσαιωνικών κειμένων. Ο πλήρης τίτλος του είναι: Ακολουθία του ανοσίου τραγογενή σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ εν έτει εφέτο. Γράφτηκε μεταξύ του 13ου και του 14ου αι.… … Dictionary of Greek
ἀκολουθίας — ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem acc pl ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίαι — ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίαν — ἀκολουθίᾱν , ἀκολουθία following fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθιῶν — ἀκολουθία following fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίαις — ἀκολουθία following fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθίην — ἀκολουθία following fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)